ΕΛΛΑΔΑ-ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2010
| |
| |
| |
| |
| |
ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΕΙΑ 2010 - ΕΟΡΤΗ ΑΧΑΙΩΝ ΑΓΙΩΝ Στις 27 και 28 Νοεμβρίου 2010 η Αποστολική Εκκλησία των Πατρών τιμά την μνήμη πάντων των εν Αχαΐα Αγίων. Κατά τις ημέρες αυτές θα μεταφερθούν στην πόλη των Πατρών από την Ιερά Μονή της Παναγίας των Νοτενών Τριταίας, τα Ιερά Λείψανα του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Ιωακείμ του Νέου Ασκητού. Οι Ιερές Ακολουθίες θα τελεσθούν ως εξής : Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010 ώρα 6 μ.μ.
Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010 ώρα 7 - 10.30 π.μ.
|
|
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 19 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. 20 τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. 21 ὁ δὲ εἶπε· ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. 22 ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. 23 ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. 24 ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! 25 εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. 26 εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· καὶ τίς δύναται σωθῆναι; 27 ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν. |
Οι Πατέρες τής Εκκλησίας εκφράζοντας το γνήσιο χριστιανικό πνεύμα, δεν καταδικάζουν την ιδιοκτησία ως θεσμό, αλλά την κακή χρήση της. Διακρίνουν τα αγαθά σε δύο κατηγορίες: στα ελεύθερα, αυτά που με αφθονία παρέχει ο Θεός σ' όλους τους ανθρώπους, διότι είναι απαραίτητα για τη ζωή. Ως ελεύθερα αγαθά χαρακτηρίζονται ο αέρας, το φως, το νερό. Η δεύτερη κατηγορία, στην οποία διαχωρίζονται τα αγαθά της γης, είναι τα οικονομικά, εκείνα που για να παραχθούν, χρειάζονται την ανθρώπινη συμβολή και που διακρίνουν τους ανθρώπους σε πλουσίους και πτωχούς. Τα ελεύθερα αγαθά, όπως προαναφέρθηκε, είναι κοινά γιά όλους, ενώ τα οικονομικά αποτελούν ιδιοκτησία κάποιας μερίδας ανθρώπων. Ο άγιος Ιωάννης Ο Χρυσόστομος διαβλέπει την ρύθμιση αυτή ως μέτρο της σοφίας του Θεού, διότι χωρίς να βλάπτεται η επιβίωση του ανθρώπου μπορεί ελεύθερα να ασκηθεί η δικαιοσύνη. Και συνεχίζει τη σκέψη του ο ιερός πατήρ, παρατηρώντας ότι αν ήταν ιδιόκτητα τα ελεύθερα αγαθά, υποκρύπτονταν ο κίνδυνος οι πλεονέκτες να τα εμπορευθούν και έτσι να καταδικάσουν σε θάνατο αυτούς που δεν μπορούσαν να τα αποκτήσουν. Αν πάλι, ήταν κοινά τα χρήματα για όλους, δεν θα υπήρχε περιθώριο ο άνθρωπος να εργαστεί για την αγάπη και τη δικαιοσύνη. Ετσι διαβλέπουν οι Πατέρες της Εκκλησίας, και συγκεκριμένα οι Τρεις Ιεράρχες, ότι η ιδιοκτησία των οικονομικών αγαθών είναι θεσμός αποδεκτός, αλλά δέν συνδέεται με τη φύση του ανθρώπου ώστε η απώλειά της να τον αλλοτριώνει. Ο απανθρωπισμός και η αλλοτρίωσή του δεν συνδέονται με την ιδιοκτησία ή όχι των οικονομικών αγαθών αλλά με την αμαρτία. Η ιδιοκτησία, για τους Πατέρες της Εκκλησίας, αποτελεί θεσμό, ο οποίος δόθηκε μεν απ' το Θεό, αλλά συμβατικά, διότι ήταν πολύ χρήσιμος για τον μεταπτωτικό άνθρωπο. Ήταν αποτέλεσμα και συνέπεια της επιθυμίας του. Ανατρέχουν οι Πατέρες στην παραδείσια κατάσταση του ανθρώπου, όπου δεν υπήρχαν ούτε διαιρέσεις, ούτε ανισότητα. Χαρακτηριστικά ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σημειώνει: «...συ βλέπε την πρώτην ισονομίαν, μη την τελευταίαν διαίρεσιν...». Ετσι η ιδιοκτησία αποτελεί αναγκαίο θεσμό για τον αμαρτωλό άνθρωπο ώστε να υπηρετεί την ενότητα του ανθρωπίνου γένους. Μέσα στο σχέδιο της θείας σοφίας είναι να υπάρχει πλήθος αναγκαστικών αλληλεξαρτήσεων για να υπάρξει εύρυθμη λειτουργία του κοινωνικού οργανισμού. Η διάκριση της κοινωνίας σε πλούσιους και πτωχούς είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, απαραίτητη, γιατί δίδεται η δυνατότητα στους ανθρώπους να ασκήσουν την ελευθερία τους. Δεν πρέπει ο πλούσιος να νομίζει ότι βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση και ότι δεν έχει την ανάγκη των άλλων, ούτε ο φτωχός να νιώθει εξαρτημένος. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρατηρεί ότι δεν είναι δυνατή η επιβίωση των πλουσίων χωρίς τις υπηρεσίες των πτωχών ενώ η επιβίωση των πτωχών, γεωργών, αγροτών είναι εφικτή. Στο πλαίσιο της σκέψεως του αγίου Ιεράρχου ανήκει και η υποθετική κατασκευή δύο πόλεων, όπου στη μία ζουν μόνο πλούσιοι και στην άλλη μόνο πτωχοί. Ετσι η πόλη των πτωχών, γεωργών, αγροτών, μπορεί να επιβιώσει, ενώ η πόλη των πλουσίων, αν στερηθεί τις υπηρεσίες των πτωχών θα καταστραφεί. Παράλληλα η άνιση κατανομή του πλούτου και ο διαχωρισμός στις τάξεις πλουσίων και φτωχών είναι δοσμένη από το Θεό για να δοθεί η ευκαιρία στους μεν πρώτους να εκδηλώσουν τη φιλανθρωπία και τη χρηστότητά τους, στους δε πτωχούς να επιδιώξουν την καρτερία και την υπομονή, όπως παρατηρεί σχετικά ο Μέγας Βασίλειος. Μέσα σ' αυτό το κλίμα των αλληλεξαρτήσεων μεταξύ των δύο τάξεων οι Πατέρες βλέπουν τους πλουσίους ως οικονόμους και διαχειριστές της περιουσίας, που τους έχει αναθέσει ο Θεός. Απόλυτος κύριος της γης είναι μόνο ο δημιουργός του, ο Θεός, η κυριότητα του ανθρώπου είναι κατ' ανάθεση. Ο κάτοχος οποιασδήποτε περιουσίας την έχει λάβει απ' το Θεό, για να τη διαχειρίζεται για τη φροντίδα των προσωπικών του αναγκών χωρίς να παραβλάπτεται η επιβίωσή του, τα υπόλοιπα δε αγαθά, όσα δηλαδή ξεπερνούν τα όρια της αυτάρκειας, να τα διαθέτει υπέρ των ενδεών. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θέλοντας να τονίσει ότι οι πλούσιοι επιτελούν κοινωνικό λειτούργημα, αναφέρει ότι όσα έχει κάποιος υπό την κατοχή του, είναι όλα δοσμένα απ' το Θεό, ενώ χαρακτηρίζει τις φράσεις «εμόν» και «σόν» ως λέξεις μικρής σημασίας. Αλλού σημειώνει χαρακτηριστικά «εάν τις δώση σοι παρακαταθήκην, μη δύναμαί σε καλέσαι πλούσιον; Ουχί. Διατί; Αλλότρια γαρ κέκτησαι. Τούτο γαρ παρακαταθήκη εστίν». Η κτήση πλούτου πέρα απ' τα όρια της αυτάρκειας είναι ηθικά αθέμιτη. Ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει χαρακτηριστικά ότι, αν ο καθένας χρησιμοποιούσε τον πλούτο για τις ανάγκες του, το δε υπόλοιπο αυτού, το περιττό, μετέδιδε στους δεομένους, κανένας δε θα ήταν ούτε πλούσιος ούτε πτωχός. Ο ίδιος πατήρ, για να διδάξει το ποίμνιό του αλλά και τους Χριστιανούς κάθε εποχής, λαμβάνει επιχειρήματα απ' την ιστορία των αρχαίων Ελλήνων αναφέροντας ότι αυτοί είχαν κοινή τράπεζα και κοινά συσσίτια βάσει νόμου τής πολιτείας. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος συνιστά να μην θησαυρίζουμε και να φυλάττουμε τα αγαθά, ενώ άλλοι υποφέρουν απ' την πείνα. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Συ τοίνυν, δούλε Χριστού, μη πάθης μηδέν αγενές... μη παραδράμης τον αδελφόν σον, σον εστί μέλος και εν τη συμφορά κάμπτεται. Σοι εγκαταλέλειπται ο πτωχός». Ως δείγμα της σωστής χρήσεως του πλούτου οι Πατέρες συνιστούν την αυτάρκεια, την οποία επιβάλλει η καινή εντολή της αγάπης. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι αυτός που αγαπά τον πλησίον του όπως τον εαυτό του δεν θα έχει υπό την κατοχή του τίποτε περισσότερο από εκείνον. Κατά τον Μέγα Βασίλειο, η αγάπη είναι έμφυτη δύναμη και θεμελιώδης λειτουργία του ανθρώπου. Η εφαρμογή αυτής στην χρήση του πλούτου εξισορροπεί τις κοινωνικές ομάδες και κάνει τους πλούσιους καλούς διαχειριστές των αγαθών του Θεού. Αναφερόμενος ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων, όπου επικρατούσε η κοινοχρησία των αγαθών, αποτέλεσμα της αγάπης που υπήρχε μεταξύ τους, παρατηρεί χαρακτηριστικά: «Ειπέ δέ μοι, η αγάπη την κοινοκτημοσύνη έτεκεν ή η κοινοκτημοσύνη την αγάπην; Εμοί δοκεί η αγάπη την ακτημοσύνην». Οι Πατέρες της Εκκλησίας κατακρίνουν τους πλουσίους εκείνους που κάνουν κακή χρήση του πλούτου και δείχνουν αδιαφορία για τη δυστυχία των άλλων. Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς, ξεκινώντας απ' την άποψη ότι τα υλικά αγαθά δημιουργήθηκαν απ' το Θεό για χρήση όλων των ανθρώπων, στηρίζεται στο αρχαίο γνωμικό «κοινά τα των φίλων» και παρατηρεί ότι, εφόσον είναι κοινά όλα για τους φίλους και ο άνθρωπος είναι θεοφιλής, τότε «γίνεται δη ουν τα πάντα του Θεού και των ανθρώπων». Σε άλλο σημείο παρατηρεί ότι ο αληθινά πλούσιος δεν είναι «ο έχων και φυλάττων» αλλά αυτός που μεταδίδει στους ενδεείς. Αυτή η μετάδοση είναι που χαρακτηρίζει την μακαριότητα και την ευτυχία του ανθρώπου. Ο Μέγας Βασίλειος επικρίνει δριμύτατα την φιλοχρηματία των πλουσίων και καυτηριάζει εκείνους που αδιαφορούν για τη δυστυχία των άλλων, χαρακτηρίζοντας λωποδύτη εκείνον, που ενώ μπορεί να ενδύσει τον γυμνό, δεν το κάνει. Ενώ σε άλλο σημείο παρατηρεί ότι στον πεινασμένο, το γυμνό και τον ανυπόδητο ανήκουν ο άρτος, το ένδυμα και τα υποδήματα, τα οποία φυλάττονται απ' τον πλούσιο και «κατασήπονται εις τας αποθήκας». Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος χαρακτηρίζει την υπέρμετρη μέριμνα και προσκόλληση στον πλούτο ως βλακεία και παρατηρεί ότι ο Θεός δεν έδωσε περισσότερα υλικά αγαθά για να σπαταλώνται σε μέθη και πολυτέλεια, αλλά για να διανέμονται στους δεομένους. Χαρακτηρίζει ο ιερός πατήρ ως αρπαγή και πλεονεξία να μη διανέμονται στους άλλους τα αγαθά που περισσεύουν. Ετσι οι Πατέρες, μέσω της διδασκαλίας τους, δεν έχουν σκοπό να ανατρέψουν την υπάρχουσα κατάσταση, όπως αυτή νοείται στο πλαίσιο ταξικών αγώνων, αλλά μέσω της καλλιέργειας της αγάπης να εξισορροπήσουν τις αντιθέσεις, ώστε ούτε πλούσιος να υπάρχει ούτε φτωχός. |
Πηγή: Θεοδρομία Μαρτ. 2008 |
Αποστολικό Ανάγνωσμα, Εβρ. θ΄ 1-7 Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010 |
Θ´\ΕΙΧΕ μὲν οὖν καὶ ἡ πρώτη σκηνὴ δικαιώματα λατρείας τό τε ῞Αγιον κοσμικόν· 2 σκηνὴ γὰρ κατεσκευάσθη ἡ πρώτη, ἐν ᾗ ἥ τε λυχνία καὶ ἡ τράπεζα καὶ ἡ πρόθεσις τῶν ἄρτων, ἥτις λέγεται ῞Αγια. 3 μετὰ δὲ τὸ δεύτερον καταπέτασμα σκηνὴ ἡ λεγομένη ῞Αγια ῾Αγίων, 4 χρυσοῦν ἔχουσα θυμιατήριον καὶ τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης περικεκαλυμμένην πάντοθεν χρυσίῳ, ἐν ᾗ στάμνος χρυσῆ ἔχουσα τὸ μάννα καὶ ἡ ράβδος ᾿Ααρὼν ἡ βλαστήσασα καὶ αἱ πλάκες τῆς διαθήκης, 5 ὑπεράνω δὲ αὐτῆς Χερουβὶμ δόξης κατασκιάζοντα τὸ ἱλαστήριον· περὶ ὧν οὐκ ἔστι νῦν λέγειν κατὰ μέρος. 6 Τούτων δὲ οὕτω κατεσκευασμένων εἰς μὲν τὴν πρώτην σκηνὴν διὰ παντὸς εἰσίασιν οἱ ἱερεῖς τὰς λατρείας ἐπιτελοῦντες, 7 εἰς δὲ τὴν δευτέραν ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ μόνος ὁ ἀρχιερεύς, οὐ χωρὶς αἵματος, ὃ προσφέρει ὑπὲρ ἑαυτοῦ καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων. |
Ο ΕΜΨΥΧΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ |
1. Η σκηνή του Θεού |
Στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῶν Εἰσοδίων τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου περιγράφεται ἡ «σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου», ὁ πρῶτος δηλαδὴ ναὸς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τὸν ὁποῖο εἶχε κατασκευάσει ὁ Μωυσῆς σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες ποὺ τοῦ εἶχε δώσει ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Μᾶς λέει λοιπὸν ὁ θεῖος Ἀπόστολος ὅτι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὑ πῆρχε ἕνα μοναδικὸ θυσιαστήριο, τὸ ὁποῖο λεγόταν «Σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου». Ἦταν μία σκηνή, ἕνας μεταφερόμενος Ναὸς γιὰ νὰ ἐξυπηρετεῖ τὶς λατρευτικὲς ἀνάγκες τῶν Ἰουδαίων μέσα στὴν ἔρημο. Τὴν ὥρα τῆς λατρείας ὁ λαὸς στεκόταν ἔξω στὸν περίβολο τοῦ Ναοῦ αὐτοῦ γιὰ νὰ προσφέρει ἀπὸ ἐκεῖ τὶς θυσίες στὸν Θεό. Ἐσωτερικὰ τὸ πρῶτο διαμέρισμα τῆς σκηνῆς λεγόταν Ἅγια. Μέσα σ’ αὐτὸ ὑπῆρχε ἡ Λυχνία καὶ ἡ Τράπεζα τῆς προθέσεως, ὅπου κάθε Σάββατο τοποθετοῦνταν δώδεκα ἄρτοι, τοὺς ὁποίους πρόσφεραν στὸν Θεὸ οἱ δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ. Τέλος ὑπῆρχε τὸ ἱερότερο διαμέρισμα τοῦ Ναοῦ, τὰ «Ἅγια τῶν Ἁγίων», τὸ ὁποῖο χωριζόταν ἀπὸ τὰ «Ἅγια» μὲ ἕνα μεγάλο βαρύτιμο ὕφασμα ποὺ λεγόταν «καταπέτασμα». Στὰ «Ἅγια τῶν Ἁγίων» ὑπῆρχε τὸ χρυσὸ θυμιατήριο καὶ ἡ «κιβωτὸς τῆς διαθήκης», ποὺ ἦταν καλυμμένη μὲ χρυσάφι ἀπ’ ὅλες τὶς πλευρές της. Πάνω στὴν Κιβωτὸ ὑπῆρχε ἡ χρυσύ στάμνα με το μάννα που είχε στείλει ο Θεὸς στὴν ἔρημο. Ὑπῆρχε ἀκόμη καὶ ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρὼν ποὺ εἶχε βλαστήσει θαυματουργικά, καὶ οἱ θεοχάρακτες πλάκες μὲ τὶς δέκα ἐντολές. Πάνω ἀπὸ τὴν Κιβωτὸ ὑπῆρχαν δύο χρυσὰ Χερουβείμ· καὶ ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ ἐμφανιζόταν καὶ μιλοῦσε ὁ Θεός. Αὐτὰ σκέπαζαν μὲ τὰ φτερά τους τὸ χρυσὸ κάλυμμα τῆς κιβωτοῦ, ποὺ ὀνομαζόταν Ἱλαστήριο. Ἀργότερα βέβαια ὁ βασιλεὺς Σολομῶν ἔχτισε μόνιμο Ναό, περίλαμπρο καὶ μεγαλοπρεπή. Σ’ αὐτὸν τὸν Ναὸ ἀξιώθηκε νὰ λατρεύσει τὸν Θεὸ καὶ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ μοναδικὴ κόρη τῆς Ναζαρέτ, ἡ Παρθένος Μαριάμ, ἀναδείχθηκε ἀσυγκρίτως ἀνώτερη ἀπὸ τὸν ἐπίγειο ναὸ τῆς Ἱερουσαλήμ. Διότι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἀξιώθηκε νὰ γίνει τὸ ἁγιότερο σκεῦος, ποὺ ἔφερε μέσα της τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Στὸν ἐπίγειο Ναὸ ὑπῆρχε ἡ ἑπτάφωτος Λυχνία· ἡ Παναγία μας ὅμως ἔγινε ἡ «φωτοδόχος λαμπάδα» ποὺ ἐβάστασε Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου καὶ μέσα στὰ σκοτάδια τοῦ κόσμου ἀκτινοβόλησε μὲ τὴν ἁγία ζωή της τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ. Ἔγινε ἐπίσης τὸ «χρυσὸ θυμιατήριο», τὸ «θυμίαμα τὸ εὔοσμον», ποὺ πλημμύρισε ὅλο τὸν κόσμο μὲ τὴν εὐωδία τῶν ἀρετῶν της. Στὸ Ναὸ τοῦ Σολομῶντος ὑπῆρχε ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρὼν ποὺ θαυματουργικὰ βλάστησε. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ὅμως ἔγινε «ἡ ράβδος ἡ μυστικὴ» ἀπὸ τὴν ὁποία ἄνθισε ὁ Θεάνθρωπος, «τὸ ἄνθος τὸ ἀμάραντον». Πάνω στὴν Κιβωτὸ τῆς Διαθήκης ὑπῆρχαν οἱ πλάκες μὲ τὶς δέκα ἐντολές. Ἡ Παναγία μας ἔφερε μέσα της τὸν ἴδιο τὸ Νομοθέτη· ἔφερε μέσα της ὄχι τὸ μάννα τῆς ἐρήμου ἀλλὰ τὸν «ἄρτον τῆς ζωῆς», ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τρέφει καὶ μεταγγίζει ζωὴ σὲ ὅλους μας. Ἔγινε «ἡ ἔμψυχος τράπεζα», τὸ «ἱλαστήριον τοῦ κόσμου» ποὺ δέεται γιὰ μᾶς στὸν οὐράνιο θρόνο. Πόσα ἄραγε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε; Τουλάχιστον ἂς στεκόμαστε μὲ δέος μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τῆς ἀχράντου Παρθένου καὶ ἂς ἀγωνιζόμαστε νὰ τὴν μιμούμαστε στὶς ἀρετές της, στὴν ἁγιότητά της. |
2. Έμψυχοι Ναοί του Θεού |
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴ συνέχεια σημειώνει ὅτι μέσα στὸ Ναὸ τοῦ Θεοῦ μποροῦσαν νὰ εἰσέλθουν μόνο οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἀρχιερεῖς. Ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ δὲν μποροῦσε νὰ μπεῖ μέσα σ’ αὐτόν, ἀλλὰ λάτρευε τὸν Θεὸ ἔξω στὴν αὐλή. Διότι ἔτσι εἶχε σχεδιασθεῖ καὶ κατασκευασθεῖ ἡ σκηνή, ὥστε στὸ πρῶτο διαμέρισμά της, δηλαδὴ στὰ Ἅγια, νὰ μπαίνουν οἱ ἱερεῖς καὶ νὰ τελοῦν τὶς ἱεροτελεστί ες. Στὸ δεύτερο διαμέρισμα, δηλαδὴ στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἔμπαινε μόνο ὁ Ἀρχιερεύς, κι αὐτὸς μόνο μία φορὰ τὸ χρόνο, τὴν ἡμέρα τοῦ Ἐξιλασμοῦ. Κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα δοχεῖο μὲ τὸ αἷμα τῶν ζώων ποὺ εἶχε θυσιάσει ἔξω στὸ θυσιαστήριο καὶ τὸ πρόσφερε ὡς ἐξιλαστήρια θυσία γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τὶς ἁμαρτίες ποὺ ἀπὸ ἄγνοια εἶχε διαπράξει ὁ λαός. Στὸ Ναὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης λοιπὸν τελοῦνταν θυσίες ζώων. Καὶ μὲ τὸ αἷμα τῶν ζώων αὐτῶν ραντιζόταν ὁ Ναὸς γιὰ νὰ ἐξιλεωθοῦν οἱ ἄνθρωποι γιὰ τὰ ἀνομήματά τους. Ὅμως τὸ αἷμα αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες τους. Τὸ μόνο ποὺ ἔκανε ἦταν νὰ τοὺς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ συμμετέχουν στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτὰ ὅμως ἦταν μία προτύπωση τῶν μεγάλων καὶ ἀσύλληπτων πραγματικοτήτων ποὺ θὰ συνέβαιναν στὴν Καινὴ Διαθήκη. Διότι ἀπὸ τότε ποὺ τελέσθηκε πάνω στὸ Γολγοθᾶ ἡ μία καὶ ἀνεπανάληπτη θυσία τοῦ Κυρίου μας, οἱ σκιὲς καὶ τὰ σύμβολα παραμερίσθηκαν. Τώρα πλέον δὲν ἔχουμε ἕνα μοναδικὸ Ναὸ ἀλλὰ ἀμέτρητους Ναοὺς ἀσυγκρίτως ἱερό τερους ἀπὸ τὸ Ναὸ τοῦ Σολομῶντος. Στοὺς Ναούς μας αὐτοὺς δὲν ἔχουμε θυσίες ζώων ἀλλὰ τὴ μοναδικὴ θυσία τοῦ Γολγοθᾶ, τὴ θυσία τοῦ ἀμώμου καὶ ἀσπίλου Χριστοῦ. Δὲν ἔχουμε πλέον προτυπώσεις ἀλλὰ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ὁ Ὁποῖος θυσιάζεται καὶ προσφέρει τὸ σῶμα του καὶ τὸ αἷμα του γιὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Μυριάδες ἀγγέλων, Ἅγιοι καὶ ἄνθρωποι, ἱερεῖς καὶ λαὸς κυκλώνουμε τὸ ἱερὸ Θυσιαστήριο μὲ φόβο καὶ δέ ος. Ἀνάμεσά μας κατέρχεται καὶ πορεύ εται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης. Κι ἐμεῖς ἀξιωνόμαστε νὰ γινόμαστε ἔμψυχοι ναοὶ τοῦ Θεοῦ, νὰ φέρουμε μέσα μας τὸν ἴδιο τὸν Κύριο. Ἀλήθεια, τὰ νιώθουμε, τὰ ζοῦμε ἐμεῖς ὅλα αὐτὰ τὰ μεγάλα καὶ φοβερὰ κάθε φορὰ ποὺ εἰσερχόμαστε στὸ Ναὸ τοῦ Θεοῦ; Χωρὶς τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ βέβαια τίποτε δὲν θὰ μπορέσουμε ποτὲ νὰ κατανοήσουμε. Γι’ αὐτὸ ἂς παρακαλοῦμε τὸν ἅγιο Θεὸ νὰ μᾶς φωτίζει καὶ νὰ μᾶς ἀξιώνει νὰ γινόμαστε κι ἐμεῖς ἔμψυχοι ναοὶ τοῦ Θεοῦ, ἀκολουθώντας τὴν ἁγία πορεία ποὺ εἶχε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος. |
Ο ΣΩΤΗΡ τεύχος 2011 |