|
Ότι θα έφτανα σε κάποιο σήμειο να παρακαλάω να είμαι κι εγώ σαν τον άσωτο της σημερινής παραβολής.......... ούτε που το περίμενα!!!! Να παρακαλάω να μην βρίσκομαι στην αγκαλιά, τη σιγουριά, την απέραντη αγάπη του πατέρα μου, με όλα τα λούσα και τα καλούδια μου, αλλά σαν τον άσωτο να φάω την μούρη μου στις δοκιμασίες μακρυά Του, γευόμενη τα άσχημα αλλά τελικά και την τρισμακάριστη επίγνωση και συνειδητοποίηση της άθλιας κατάστασής μου να επιστρέψω για πάντα κοντά Του. Γιατί τί άλλο θα μπορούσα να είμαι παρά ένας του γυιός, που ζει μαζί Του, εργάζεται μαζί Του, τρώει μαζί Του (!!!), τον πιστεύει σαν πατέρα Του, αλλά σε αντίθεση με τον άλλον τον άσωτο, ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΜΠΙΣΤΕΥΕΤΑΙ ! Μιά πίστη χλιαρή στηριγμένη σε όλες τις ευλογίες και τις χάρες που το σπίτι του πατέρα μου προσφέρει. (η Εκκλησία με τα μυστήρια της). Μιά καρδιά αχάριστη, που δεν εκτιμά όλα τα πλούτη που απλόχερα της έχουν χαριστεί. Μιά ζωή μίζερη βασισμένη στην κακία (μη χαιρόμενη με την σωτηρία και την χαρά του αδελφού μου), την γκρίνια, την ζηλοφθονία, την οργή και κυρίως την ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ !!!! Κρύα παγωμένη καρδιά που μένεις ασυγκίνητη στις παρακλήσεις του πατέρα σου.....!!! Ανόητη καρδιά που δεν χαίρεσαι και δεν εκτιμάς τα πλούτη που σου προσφέρει αυτός ο πατέρας! Άκρατε εγωϊσμέ μου που έχεις γίνει ένα με αυτή την καρδούλα και δεν της επιτρέπεις να σπάσει την βιτρίνα της και να ματώσει! Ποιό ρούχο είναι πιό καθαρό ανόητη καρδιά? Αυτό που πλένεται με δάκρυα και προσευχές, ή αυτό που δεν χρειάστηκε ποτέ του να πλυθεί? (γιατί προτίμησες την γύμνια!) Ποιός οδοιπόρος στο μονοπάτι της ζωής του δεν σκόνταψε, δεν μάτωσε, δεν πήρε λάθος μονοπάτια, παρά αυτός που άραξε σε κάποια δροσερή μεριά και μένει στάσιμος? Πού είναι η ταπεινότητά σου καρδιά μου? Γιατί δεν είσαι κι εσύ σαν του ασώτου που δεν διστάζει να «ρίξει τα μούτρα του» και να γίνει μισθωτός του ίδιου του πατέρα και όχι κάποιου άλλου? (ή μήπως δεν μπορούσε?) Ο ένας γεμάτος πάθη αλλά χωρίς περηφάνεια και εγωϊσμό και με απόλυτη εμπιστοσύνη στον πατέρα του............. Ο άλλος πλημμυρισμένος από τις δωρεές, δεν γνωρίζει ούτε να εκτιμά, αλλά και ούτε να τις διαχειρίζεται προς όφελος του, πνιγμένος στην γκρίνια, την μιζέρια και τον εγωϊσμό του!!! Χίλιες φορές άσωτος σου λέω!!!!! |
|
31 Ιαν 2010
Χίλιες φορές.... ΑΣΩΤΟΣ!!!
Κυριακή του ασώτου, 31 Ιαν. 2010
ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ, 31 Ιανουαρίου 2010 Λουκ. ιε’ 11-32 |
11 Εἶπε δέ· Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. 12 καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. 13 καὶ μετ' οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισεν τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. 14 δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὰ κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. 15 καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους· 16 καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. 17 εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ὧδε ἀπόλλυμαι! 18 ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· 19 οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. 20 καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα ἑαυτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. 21 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱὸς· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. 22 εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, 23 καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, 24 ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. 25 Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, 26 καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. 27 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει, καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. 28 ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. 29 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρὶ· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· 30 ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν. 31 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ' ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· 32 εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. |
|